- μικρομεσαίος
- -α, -οχαρακτηρισμός που χρησιμοποιείται για τις μικρής και μεσαίας οικονομικής επιφάνειας επιχειρήσεις, σε αντιδιαστολή προς τις μεγάλες, καθώς και για τους ιδιοκτήτες τους.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
μικρομεσαίος — α, ο άτομο μικρού ή μεσαίου οικονομικού εύρους … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
μικρ(ο)- — (ΑΜ μικρ[ο]) τύπος «σύνθετου υποκοριστικού» (πρβλ. λιγο , χαμο , υπο κ.ά.) που ανάγεται στο επίθ. μικρός*. Δηλώνει σμίκρυνση ή υποκορισμό τής σημ. τού β συνθετικού, ενώ χρησιμοποιείται και για να προσδώσει μειωτική σημ. στο β συνθετικό (πρβλ.… … Dictionary of Greek